- γουρσουζιά
- η1) несчастье, беда; напасть (разг ); 2) дурное предзнаменование; 3) строптивость, своенравие, привередничание; 4) злость, злостность; злопыхательство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουρσουζιά — γουρσουζιά, η και γρουσουζιά, η κακός οιωνός, κακοτυχία, γκίνια (αντίθ. γούρι): Όποτε τον συναντώ μου φέρνει γουρσουζιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουρσουζιά — η βλ. γρουσουζιά … Dictionary of Greek
γουρσούζικος, -ια — και η, ο και γρουσούζικος, ια και η, ο αυτός που φέρνει κακοτυχία, γουρσουζιά (αντίθ. γουρλίδικος):Η μαύρη γάτα θεωρείται γουρσούζικια από τους προληπτικούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γούρι — το (λ. τουρκ.), καλός οιωνός, καλοτυχία (αντίθ. γουρσουζιά): Το σπάσιμο του ροδιού την Πρωτοχρονιά θεωρείται ότι φέρνει γούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρουσουζιά — η βλ. γουρσουζιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)